περίκηλος

περίκηλος
-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόγυρα ξηρός
2. (ιδίως για ξύλα) τελείως αποξηραμένος από τον ήλιο, κατάξερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κηλόν «ξηρό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περικήλων — περίκηλος very dry masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίκηλα — περίκηλος very dry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”